ξαλαφρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξαλαφρώνω ξε- επιτατ. + αλαφρώνω
Ερμηνεία
ξαλαφρώνω
✦ κ. ξελαφρώνω ρ. (ξαλάφρ-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος) ελαφρώνω, ανακουφίζω: έτσι ξαλαφρώνανε κι οι δυο την ψυχή τους από τις πίκρες της ζωής (Κ. Βάρναλης)
✦ (αμτβ.) ελαφρώνομαι, ανακουφίζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–