ξακρίζω


ξακρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ξακρίζω ξε- στερητικό + άκρη

Ερμηνεία
ρήμα ξακρίζω

✦ κάνοντας κάτι φτάνω ως τα άκρα
✦ κόβω τις άκρες αντικειμένου
✦ παραμερίζω κάτι ως άχρηστο
(μτφ. ) ξεμοναχιάζω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.