ξακουστός


ξακουστός
Προφορά

Ετυμολογία
ξακουστός μεσαιωνική ελληνική ἐξακουστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξακουστός -ή, -ό

✦ ονομαστός, φημισμένος: είχε προσόντα ξακουστά και το παραμικρό ψεγάδι (Αλ. Πάλλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.