ξαγορευτής


ξαγορευτής
Προφορά

Ετυμολογία
ξαγορευτής ξαγορεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ξαγορευτής

✦ ο εξομολόγος, ο πνευματικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.