ξαγναντευτής


ξαγναντευτής
Προφορά

Ετυμολογία
ξαγναντευτής ξαγναντεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ξαγναντευτής

✦ αυτός που ξαγναντεύει, που βλέπει από ψηλά σε απόσταση: ψηλάθε από θρονί ξαγναντευτής ο τσάρος (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.