ξίκικος


ξίκικος
Προφορά

Ετυμολογία
ξίκικος └τουρκ┘eksik

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξίκικος -η, -ο

✦ λιποβαρής, λειψός: ήτανε ψωμάς… Μα είχε τα ζύγια ξίκικα και τον καταδίκασε ο Θεός (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.