ξέφωτο


ξέφωτο
Προφορά

Ετυμολογία
ξέφωτο └ουδ┘ του επιθέτου ξέφωτος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ξέφωτο

✦ άδεντρος τόπος μέσα σε δάσος: στο ξέφωτο έξω λάμπει ο ήλιος (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.