ξέμπλεγμα
Προφορά
Ετυμολογία
ξέμπλεγμα ξεμπλέκω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ξέμπλεγμα
✦ απαλλαγή από εμπλοκή ή μπέρδεμα, το να ξεμπλέκει κάποιος κάτι: το ‘χαν δέσει και με σύρμα από πίσω που τώρα το ξέμπλεγμά του ήταν μεγάλη φασαρία (Γ. Μπεράτης)
✦ απαλλαγή προσώπου από περίπλοκη δυσάρεστη κατάσταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–