ξέκληρος


ξέκληρος
Προφορά

Ετυμολογία
ξέκληρος ξε- + άκληρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξέκληρος -η, -ο

✦ ο χωρίς απογόνους, άκληρος: ξέκληρος λοιπόν και ξεκρέμαστος και ξένοιαστος αντάμα (Χατζηκυριάκος-Γκίκας)
✦ αυτός που έχει χάσει όλους τους απογόνους του, ξεκληρισμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.