ξάφνου


ξάφνου
Προφορά

Ετυμολογία
ξάφνου ξαφνού, γεν. του επιθέτου ξαφνός

Ερμηνεία
επίρρημα ξάφνου

✦ ξαφνικά, αναπάντεχα: μια αχτίδα, ξάφνου, σαΐτεψε το διάστημα (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.