ξάστερος


ξάστερος
Προφορά

Ετυμολογία
ξάστερος μεσαιωνική ελληνική ξάστερος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξάστερος -η, -ο

✦ ο χωρίς σύννεφα, αίθριος: τώρα που η ξάστερη νύχτα μονάχους μας ήβρε (Διον. Σολωμός) – κι ή ξάστερος ο ουρανός ή μαύρος είναι (Κ. Παλαμάς)
✦ διαυγής, καθαρός
(μτφ. ) άδολος, ειλικρινής

Συνώνυμα

Αντίθετα
συννεφιασμένος, σκοτεινιασμένος ,θαμπός, σκοτεινός
Επιρρήματα
ξάστερα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.