ξάντης


ξάντης
Προφορά

Ετυμολογία
ξάντης αρχαία ελληνική ξάντης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ξάντης

✦ θηλ. ξάντρια εργάτης ειδικός στο λανάρισμα, που ξαίνει μαλλιά

Συνώνυμα
λαναράς
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.