ξάγναντο
Προφορά
Ετυμολογία
ξάγναντο ξαγναντεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ξάγναντο
✦ τόπος αναπεπταμένος, απ’ όπου μπορεί κανείς να κοιτάζει μακριά: όταν βγαίνω, το βράδυ, στο ξάγναντο τούτο (Γ. Βαφόπουλος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–