ξάγι
Προφορά
Ετυμολογία
ξάγι μεταγενέστερη ελληνική ἐξάγιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ξάγι
✦ δοχείο ορισμένης χωρητικότητας σιτηρών, με το οποίο μετριέται το ποσοστό που λαμβάνεται από το μυλωνά ως δικαίωμα αλέσεως, τα αλεστικά
✦ μέτρο δημητριακών ισοδύναμο προς το μισό του κιλού
✦ μέτρο πυρίτιδας και σφαιριδίων για τα κυνηγετικά όπλα
✦ μέτρο μεταξόσπορου και άλλων πολύτιμων πραγμάτων, ισοδύναμο με το ένα έκτο της ουγκιάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–