νύχτα
Προφορά
Ετυμολογία
νύχτα μεσαιωνική ελληνική νύκτα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η νύχτα
✦ το χρονικό διάστημα από τη δύση του ήλιου ως την ανατολή
✦ (μτφ. ) η λ. για καθετί σκοτεινό ή φοβερό
✦ αιτιατ. νύχτα ως επίρρ. κατά τη διάρκεια της νύχτας: νύχτα φύγαμε
✦ φρ. νύχτα μέρα, διαρκώς, πάντοτε – κάνει τη νύχτα μέρα, εργάζεται νυχθημερόν – σαν τη μέρα με τη νύχτα, υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε δύο πράγματα ή πρόσωπα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–