νύξη


νύξη
Προφορά

Ετυμολογία
νύξη μεταγενέστερη ελληνική νύξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η νύξη

✦ κεντιά, επιπόλαιη αμυχή
(μτφ. ) υπαινιγμός: δε μίλησε καθαρά, περιορίστηκε σε νύξεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.