νόρμα
Προφορά
Ετυμολογία
νόρμα λατ. norma
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η νόρμα
✦ μέτρο, γνώμονας
✦ κριτήριο, κανόνας ή κατευθυντήρια αρχή στις θεωρητικές και πρακτικές επιστήμες για τον προσδιορισμό του αληθούς ή ψευδούς, του αποδεκτού ή απορριπτέου, του χρήσιμου ή άξιου κτλ.
✦ (βιομηχ.) το καθορισμένο ελάχιστο όριο απόδοσης των εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–