νόθος


νόθος
Προφορά

Ετυμολογία
νόθος αρχαία ελληνική νόθος

Ερμηνεία
επίθετο┘ νόθος -η, -ο

✦ ο γεννημένος από μη νόμιμο γάμο, μπάσταρδος, από εξώγαμη σαρκική επαφή
✦ (για ζώα κ. φυτά) ο προερχόμενος από επιμειξία συγγενικών ειδών
✦ πλαστός, κίβδηλος
(μτφ. ) μη φυσιολογικός, ανώμαλος: νόθη κατάσταση – προωθείται νόθος λύσις του προβλήματος

Συνώνυμα
ψεύτικος, κάλπικος
Αντίθετα
γνήσιος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.