νωχέλεια


νωχέλεια
Προφορά

Ετυμολογία
νωχέλεια αρχαία ελληνική νωχέλεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η νωχέλεια

✦ νωθρότητα: κουβέντιαζαν με νωχέλεια όπως στο καφενείο (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.