νωρίς
Προφορά
Ετυμολογία
νωρίς ενωρίς
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ νωρίς
✦ (συγκρ. νωρίτερα) έγκαιρα: την είδα κι είπα «είναι νωρίς, θα μείνω» (Ζαχ. Παπαντωνίου)
✦ πριν από την τακτική ή ορισμένη ώρα: ήρθες νωρίς και δεν είμαι ακόμα έτοιμος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αργά
Επιρρήματα
–