νωπότητα


νωπότητα
Προφορά

Ετυμολογία
νωπότητα νωπός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η νωπότητα

✦ η ιδιότητα του νωπού, το να είναι κάτι φρέσκο ή υγρό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.