νωπός


νωπός
Προφορά

Ετυμολογία
νωπός όψιμο μεσαιωνική ελληνική νωπός

Ερμηνεία
επίθετο┘ νωπός -ή, -ό

✦ πρόσφατος, φρέσκος
✦ (για καρπούς και άνθη) φρεσκοκομμένος
✦ (συνεκδ.) υγρός ακόμα, αστέγνωτος: ρούχο νωπό

Συνώνυμα

Αντίθετα
ξερός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.