νυχτώνω
Προφορά
Ετυμολογία
νυχτώνω νύχτα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ νυχτώνω
✦ περισσότερο εύχρηστο το μέσ. νυχτώνομαι, με βρίσκει η νύχτα: φύγαν βιαστικές να μη νυχτωθούν στο δρόμο (Π. Πρεβελάκης)
✦ ως απρόσ. νυχτώνει, πέφτει η νύχτα
✦ φρ. είναι βαθιά νυχτωμένος, έχει πλήρη άγνοια για κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ξημερώνει
Επιρρήματα
–