νυχτοφύλακας


νυχτοφύλακας
Προφορά

Ετυμολογία
νυχτοφύλακας αρχαία ελληνική νυκτοφύλαξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νυχτοφύλακας

✦ πρόσωπο που έχει αναλάβει τη φρούρηση εγκαταστάσεων, καταυλισμών κτλ. κατά τις ώρες της νύχτας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.