νυχτέρι
Προφορά
Ετυμολογία
νυχτέρι μεταγενέστερη ελληνική νυκτέριον, └ουδ┘ του επιθέτου νυκτέριος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το νυχτέρι
✦ νυχτερινή εργασία ή άλλη απασχόληση: χήρα δουλεύτρα κάτω απ’ το λυχνάρι στα κρύα νυχτέρια (Αθ. Κυριαζής)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–