νυχοπατώ


νυχοπατώ
Προφορά

Ετυμολογία
νυχοπατώ νύχι + πατώ

Ερμηνεία
νυχοπατώ

✦ -είς, -εί κ. -άς, -ά ρ. βαδίζω πατώντας στις άκρες των δαχτύλων για να μην κάνω θόρυβο: πέρασε μέσα στο σπίτι νυχοπατώντας για να μην ξυπνήσει τ’ ανήμπορα τα πλάσματα (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.