νυφικός
Προφορά
Ετυμολογία
νυφικός αρχαία ελληνική νυμφικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ νυφικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με τη νύφη, που ανήκει στη νύφη
✦ γαμήλιος
✦ ουδ. το νυφικό ως ουσ., το φόρεμα της νύφης
✦ πληθ. ουδ. τα νυφικά ως ουσ., η φορεσιά της νύφης στο σύνολό της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–