νυφίτσα
Προφορά
Ετυμολογία
νυφίτσα μεσαιωνική ελληνική νυμφίτσα, υποκοριστικό του νύμφη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η νυφίτσα
✦ είδος σαρκοφάγου θηλαστικού, ικτίς: λαστιχένια και σβέλτη σαν τη γουστέρα και σαν τη νυφίτσα (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–