νυστέρι
Προφορά
Ετυμολογία
νυστέρι αρχαία ελληνική νυστήριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το νυστέρι
✦ χειρουργικό μαχαιρίδιο
✦ (μτφ. ) η λ. στις φρ. βάζω νυστέρι, χρειάζεται νυστέρι, για να δηλώσει την ανάγκη επώδυνων αλλά αναγκαίων και σωτήριων ενεργειών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–