νυμφεύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply νυμφεύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/νυμφεύω.mp3Ετυμολογίανυμφεύω αρχαία ελληνική νυμφεύω Ερμηνεία└ρήμα┘ νυμφεύω ✦ δίνω σε γάμο, παντρεύω ✦ (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του γάμου ✦ (μέσ.) νυμφεύομαι, έρχομαι σε γάμο, παντρεύομαι Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–