νυμφεύω


νυμφεύω
Προφορά

Ετυμολογία
νυμφεύω αρχαία ελληνική νυμφεύω

Ερμηνεία
ρήμα νυμφεύω

✦ δίνω σε γάμο, παντρεύω
✦ (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του γάμου
✦ (μέσ.) νυμφεύομαι, έρχομαι σε γάμο, παντρεύομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.