νυμφίδιο


νυμφίδιο
Προφορά

Ετυμολογία
νυμφίδιο υποκοριστικό του ουσιαστικού νύμφη• πρβλ. └αγγλ┘nymphet• αρχαία ελληνική επίθετο νυμφίδιος (= νυφικός)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το νυμφίδιο

✦ νεαρή γυναίκα με εμφάνιση και συμπεριφορά που αποσκοπούν στη διέγερση της σεξουαλικής επιθυμίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.