ντόμπερμαν
Προφορά
Ετυμολογία
ντόμπερμαν γερμαν. Dobermann, όν. Γερμανού που κατά το 19ο αι. πειραματιζόταν με διασταυρώσεις με τη ράτσα πίνσερ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το ντόμπερμαν
✦ ράτσα δυνατών σκυλιών, με μαλακό τρίχωμα, που λόγω της εξυπνάδας και αφοσίωσής τους χρησιμοποιούνται από την αστυνομία και το στρατό, αλλά και ως οδηγοί τυφλών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–