ντόκος


ντόκος
Προφορά

Ετυμολογία
ντόκος └αγγλ┘dock

Ερμηνεία
ντόκος

✦ τμήμα λιμανιού που περιβάλλεται από κρηπιδώματα, για φόρτωση και εκφόρτωση των πλοίων, νεωδόχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.