ντορός


ντορός
Προφορά

Ετυμολογία
ντορός – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ντορός

✦ ίχνη βαδίσματος, ιδ. των θηραμάτων
✦ φρ. πάω με τον ντορό, ακολουθώ τις κρατούσες συνήθειες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.