ντοπιολαλιά


ντοπιολαλιά
Προφορά

Ετυμολογία
ντοπιολαλιά ντόπιος + λαλιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ντοπιολαλιά

✦ τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, διάλεκτος: τραγούδια των πολεμιστάδων σ’ όλες τις ντοπιολαλιές (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.