ντοπάρισμα


ντοπάρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
ντοπάρισμα ντοπάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ντοπάρισμα

✦ η λήψη διεγερτικών ουσιών, πριν από τη συμμετοχή σε αγώνες, για τη βελτίωση της αποδόσεως
(μτφ. ) διέγερση, έξαψη
(μτφ. ) φανατισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.