ντονμές


ντονμές
Προφορά

Ετυμολογία
ντονμές └τουρκ┘dönme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ντονμές

✦ αυτός που αρνήθηκε τη θρησκεία του και ασπάστηκε τον μωαμεθανισμό
✦ (ειδικότ.) μέλος της εβραϊκής κοινότητας που ασπάστηκε τον μωαμεθανισμό κατά τον 17ο αι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.