ντοκουμέντο


ντοκουμέντο
Προφορά

Ετυμολογία
ντοκουμέντο └ιταλ┘documento

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ντοκουμέντο

✦ καθετί που χρησιμεύει ως απόδειξη, τεκμήριο: ιστορικό ντοκουμέντο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.