ντιρεκτίβα


ντιρεκτίβα
Προφορά

Ετυμολογία
ντιρεκτίβα └γαλλ┘ directive

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ντιρεκτίβα

✦ οδηγία (βλ. λ.) , εντολή που εκδίδει πολιτική, θρησκευτική ή στρατιωτική αρχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.