ντιμπέιτ


ντιμπέιτ
Προφορά

Ετυμολογία
ντιμπέιτ └αγγλ┘debate

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ντιμπέιτ

✦ η λ. από την αμερικανική πρακτική, για έναν τύπο προεκλογικής τηλεοπτικής συζήτησης κατά την οποία αντίπαλοι υποψήφιοι απαντούν σε ερωτήσεις δημοσιογράφων ή συζητούν μεταξύ τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.