ντιλετάντης


ντιλετάντης
Προφορά

Ετυμολογία
ντιλετάντης └ιταλ┘dilettante, μτχ. του dilettare

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ντιλετάντης

✦ ο ασχολούμενος με κάτι ερασιτεχνικά, για προσωπική του και μόνο ικανοποίηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.