ντιζάιν


ντιζάιν
Προφορά

Ετυμολογία
ντιζάιν └αγγλ┘design

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ντιζάιν

✦ σχέδιο ή υπόδειγμα βάσει του οποίου κατασκευάστηκαν ή πρόκειται να κατασκευαστούν προϊόντα ιδ. βιομηχανικά (μηχανές, έπιπλα κτλ.)
✦ η ενέργεια ή η τέχνη του σχεδιασμού και της δημιουργίας, συμφώνως προς ορισμένα λειτουργικά ή αισθητικά κριτήρια, έργων τέχνης, μηχανών ή άλλων αντικειμένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.