ντιβιζιονισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ντιβιζιονισμός └ιταλ┘divisionismo
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ντιβιζιονισμός
✦ τεχνική των εμπρεσιονιστών εκείνων ζωγράφων που παρέθεταν απλώς τα χρώματα, χωρίς να τα αναμιγνύουν, για να επιτύχουν τους διάφορους χρωματικούς τόνους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–