ντεϊσμός
Προφορά
Ετυμολογία
ντεϊσμός └γαλλ┘ déisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ντεϊσμός
✦ δόγμα του 17ου και 18ου αιώνα, κατά το οποίο υπάρχει ένας θεός που δημιούργησε τον κόσμο αλλά, σε αντίθεση με το θεϊσμό, δεν δέχεται ότι ο θεός επεμβαίνει στον κόσμο αυτό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–