ντεκρεσέντο


ντεκρεσέντο
Προφορά

Ετυμολογία
ντεκρεσέντο └ιταλ┘decrescendo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ντεκρεσέντο

✦ προοδευτική μείωση της έντασης του ήχου σε μουσική σύνθεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.