ντεκουπάζ
Προφορά
Ετυμολογία
ντεκουπάζ ντεκουπάρω – └γαλλ┘ découpage
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ντεκουπάζ
✦ (τυπογρ.) εργασία κατά την οποία τμήμα εικόνας αποχωρίζεται με γραφικά μέσα από τον περίγυρό της, το φόντο της, ξεγύρισμα
✦ (κινηματ.) τελική διαμόρφωση του σεναρίου με χωρισμό των σκηνών με τη σειρά και τη διάρκεια που θα παρουσιάζονται στην οθόνη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–