ντεκολτέ


ντεκολτέ
Προφορά

Ετυμολογία
ντεκολτέ └γαλλ┘ décolleté

Ερμηνεία
ντεκολτέ

✦ άκλ. ουσ. έξωμος
✦ (ως ουσ.) το γυμνό του στήθους σε γυναικείο ρούχο: φόρεμα με αποκαλυπτικό ντεκολτέ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.