ντεκοβίλ


ντεκοβίλ
Προφορά

Ετυμολογία
ντεκοβίλ └γαλλ┘ decauville

Ερμηνεία
ντεκοβίλ

✦ άκλ. ουσ. είδος μικρής σιδηροδρομικής φορτηγάμαξας που κυκλοφορεί σε στενή σιδηροδρομική γραμμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.