ντεκαπάζ


ντεκαπάζ
Προφορά

Ετυμολογία
ντεκαπάζ └γαλλ┘ décapage

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ντεκαπάζ

✦ στην κομμωτική, η διαδικασία αποχρωματισμού των μαλλιών προκειμένου να εφαρμοσθεί νέα βαφή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.