ντεγκραντέ
Προφορά
Ετυμολογία
ντεγκραντέ └γαλλ┘ dégradé, μτχ. του ρήματος dégrader
Ερμηνεία
ντεγκραντέ
✦ άκλ. προοδευτική εξασθένιση ή μεταβολή από σκούρο προς το αχνό ενός χρώματος, ή από το έντονο προς το απαλό φωτισμού: φόντο ντεγκραντέ κόκκινο
✦ στην κομμωτική, τεχνική για το κόψιμο των μαλλιών κατά την οποία ελαττώνεται προοδευτικά η πυκνότητά τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–